- αμεσουράνητος
- ος , ον прям. , перен. не достигший зенита
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμεσουράνητος — η, ο 1. αυτός που δεν έφτασε στη μέση του ουρανού: Ο ήλιος ήταν ακόμη αμεσουράνητος. 2. μτφ., αυτός που δεν έφτασε ακόμη στο ανώτατο σημείο επιτυχίας, δόξας κτλ.: Όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τη θυσία στο Μανιάκι· το Μεσολόγγι ήταν ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεσουράνητος — η, ο [μεσουρανώ] 1. (για ουράνια, σώματα) αυτός που δεν μεσουράνησε, που δεν έφθασε στο μέσο τού ουρανού, στον μεσημβρινό 2. αυτός που δεν έφθασε ακόμη στο ανώτατο σημείο τής επιτυχίας, τής δόξας, τής ακμής … Dictionary of Greek